ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΖΩΑ
ΑΓΑΠΩ ΤΑ ΖΩΑ
Ποτέ δε θα πειράξω
τα ζώα τα καημένα
Μην τάχα σαν κι εμένα
κι εκείνα δεν πονούν;
Θα τα χαϊδεύω πάντα
προστάτης τους θα γίνω
ποτέ δε θα τ’ αφήσω
στους δρόμους να πεινούν.
Σαν δεν μιλούν κι εκείνα
κι ο λόγος αν τους λείπει
Μήπως δεν νιώθουν λύπη
δε νιώθουν και χαρά;
Μήπως καρδιά δεν έχουν
στα στήθη τους κρυμμένη
Που τη χαρά προσμένει
κι αγάπη λαχταρά;
Ακόμη κι όταν βλέπω
πως τα παιδεύουν άλλοι,
Εγώ θα τρέχω πάλι
με θάρρος σταθερό,
Θα προσπαθώ με χάδια,
τον πόνο τους να γιάνω
Κι ότι μπορώ θα κάνω
να τα παρηγορώ.
ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ Η ΟΥΡΑ
Έχω ακούσει χίλια λόγια
Χαρωπά, λυπητερά,
μα ποτέ καμιά φορά
δε μιλήσανε τα λόγια
σαν του σκύλου την ουρά.
Ανταμώθηκαν άνθρωποι
Κι έχουν κλάψει από χαρά
Μα κανείς καμιά φορά
«Καλωσόρισες» δεν είπε
Σαν του σκύλου την ουρά.
Και σε φίλους και σε ξένους
Έχω δώσει τη χαρά.
Με ξεχάσαν μια φορά…
Μα πιστός μου μένει ο σκύλος
Και σαλεύει την ουρά.
ΤΑ ΓΑΤΑΚΙΑ
Με μια ρόδινη γλωσσίτσα
η ψιψίνα μας η Κάκια,
καθαρίζει στη γωνίτσα
τα κάτασπρα γατάκια.
Τα ‘χει κάνει σαν το χιόνι,
κι όπως μοιάζουν πουπουλένια,
τα κοιτά και καμαρώνει
κι είναι η μοναχή της έννοια.
Κι αυτά παίζουνε με τρέλα
και πηδούν ολόγυρά της.
μια της λύνουν την κορδέλα,
μια τραβάνε την ουρά της.
ΠΟΝΤΙΚΑΚΙ
Ποντικάκι, ποντικάκι
απ’ την τρύπα σου λιγάκι
έβγα αν σου βαστά.
Έξω από την πόρτα νάτος
ώρες περιμένει ο γάτος
κι άγρυπνα ξυπνά.
Το μουσούδι λίγο βγάζεις
γύρω πονηρά κοιτάζεις
κρύβεσαι ξανά.
Κι όλο παίζεις το κρυφτούλι
με τον γάτο τον ασπρούλη
πίσω απ’ τη γωνιά.
Το τυρί σ’ έχει λυγώσει
πόση πείνα θα ‘χεις πόση
βγαίνεις θαρρετά.
μα κι ο γάτος ποντικάκι
λίγο θέλει μεζεδάκι
δε γλυτώνεις πια.