Ο ΒΟΡΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ
Μια φορά κι έναν καιρό ο Ήλιος και ο Βοριάς έπιασαν την κουβέντα για το πώς ήταν πιο δυνατός από τους δύο.
- Εγώ, έλεγε ο Ήλιος.
- Όχι εγώ, έλεγε ο Βοριάς.
Κι είχαν τόσο πείσμα ώστε κανένας τους δεν υποχωρούσε και δεν έκανε πίσω. Έτσι όμως δεν έβγαινε συμπέρασμα, ούτε και θα ‘βγαινε ποτέ, τόσο πεισματάρηδες ήταν και οι δυο τους.
-Σου προτείνω ένα στοίχημα! Είπε τέλος ο Βοριάς.
-Τι στοίχημα; Ρώτησε ο Ήλιος.
- Να διαλέξουμε στην τύχη έναν άνθρωπο κι όποιος από τους δυο μας καταφέρει να του βγάλει την κάπα του εκείνος θα ναι κι ο δυνατότερος.
- Το δέχομαι το στοίχημα! είπε ο Ήλιος.
Σε λίγο φάνηκε στον κάμπο ένας άνθρωπος που πήγαινε ολομόναχος.
Άρχισε τότε ο Βοριάς να φυσάει δυνατά. Ο διαβάτης έσκυψε το κεφάλι του και σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο στήθος και τυλίχτηκε στην κάπα του πιο πολύ, για να προφυλαχθεί από τον αέρα.
Ο Βοριάς, φύσηξε πιο δυνατά κι ο διαβάτης , κουμπώθηκε ακόμη πιο πολύ κι επειδή ο βοριάς δυνάμωνε το φύσημα του ο άνθρωπος έβγαλε και μια μάλλινη κουβέρτα που είχε μαζί του και τυλίχτηκε και μ’ αυτήν , για να μην ξεπαγιάσει.
Στο τέλος ο Βοριάς είδε κι αποείδε και σταμάτησε να φυσάει.Γύρισε τότε στον Ήλιο και του είπε:
-Εγώ δεν τα κατάφερα, η σειρά σου τώρα να προσπαθήσεις.
Ο Ήλιος πρόβαλε στον ουρανό , μόλις σταμάτησε να φυσάει ο Βοριάς κι αμέσως ο διαβάτης έβγαλε από πάνω του την μάλλινη κουβέρτα και την έβαλε πίσω στην τσάντα του.
Δυνάμωνε τη λάμψη του ο Ήλιος και ο διαβάτης άρχισε να ζεσταίνεται. Αλλά ο Ήλιος δυνάμωνε όλο και πιο πολύ τη λάμψη του, ώσπου ο διαβάτης άρχισε να ιδρώνει κι έτσι άρχισε να ξεκουμπώνει την κάπα του, ώσπου την έβγαλε τελείως. Στη συνέχεια, έκανε στην άκρη του δρόμου που βρήκε ένα δέντρο κι έκατσε από κάτω για να ξαποστάσει και να δροσιστεί στον ίσκιο του.
Εσύ είσαι ο δυνατότερος! Παραδέχτηκε ο Βοριάς κι αποχαιρέτησε τον Ήλιο.
Σχετικό με:
ΚΑΙΡΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ