ΥΠΕΡΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ – Ποτε πραγματικα μπορει να χαρακτηριστει ενα παιδι «υπερκινητικο»
Είναι ένας ευρέα διαδεδομένος όρος τα τελευταία χρόνια. Δεν αποδίδεται όμως ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός πάντα σ’ ένα παιδί που αντιμετωπίζει όντως τέτοιο πρόβλημα. Συχνά ακούμε τις νηπιαγωγούς ή ακόμα και τις μαμάδες να παραπονιούνται για «υπερκινητικά» παιδιά. Τι σημαίνει όμως ο όρος; Πότε ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και πότε είναι απλά η εύκολη λύση για να περιγράψουμε ένα παιδί που είναι περισσότερο ανήσυχο από τα υπόλοιπα; Επομένως αν κάνουμε έναν αρχικό διαχωρισμό, θα είναι στα παιδιά που η συμπεριφορά τους αποκλίνει σε κάποιο βαθμό από τη φυσιολογική και στα παιδιά που συμπεριφορά τους μπορεί να χαρακτηριστεί ως προβληματική.
Συνήθως ως υπερκινητικά χαρακτηρίζονται τα παιδιά που είναι σε διαρκή κίνηση, είναι πιο ατίθασα από τα υπόλοιπα, δεν μπορούν να παραμείνουν ακίνητα για πολύ ώρα δημιουργούν προβλήματα στη νηπιαγωγό και στην τάξη και γενικά είναι πιο ζωηρά. Οι παρακάτω συμπεριφορές μπορεί να εμφανίζονται είτε όταν το παιδί ασχολείται με κάτι είτε όταν δεν ασχολείται με κάτι συγκεκριμένο.
Αν χωρίζαμε τα παιδιά που χαρακτηρίζουμε συνήθως ως υπερκινητικά σε τρεις κατηγορίες αυτές θα μπορούσαν να είναι:
- Τα παιδιά, που απλά εμφανίζουν μια μεγαλύτερη κινητικότητα ως κομμάτι της ιδιοσυγκρασίας τους ή ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων οικογενειακών συνθηκών.
- Τα παιδιά που εμφανίζουν το Σύνδρομο Υπερκινητικότητας
- Τα παιδιά που εμφανίζουν τη συγκεκριμένη συμπεριφορά ως μέρος ενός άλλου βαθύτερου προβλήματος μαθησιακού ή μη.
Ένα καταπιεστικό οικογενειακό περιβάλλον που θέτει υψηλούς αν όχι ανέφικτους στόχους για το παιδί μπορεί να το οδηγήσει σε ανάλογη συμπεριφορά τουλάχιστον τις ώρες που βρίσκεται το παιδί στο νηπιαγωγείο. Κι όσο κι αν ακούγεται παράλογο να βιώνει τέτοιες καταστάσεις ένα παιδί προσχολικής ηλικίας δεν είναι. Πολλές φορές οι γονείς μεταθέτουν το άγχος και τις προσδοκίες τους στο παιδί τους που πρέπει να αποδείξει ότι τα ξέρει όλα ή ότι μπορεί να τα μάθει όλα ή ότι είναι το πιο έξυπνο και εύστροφο σε όλη την τάξη. Το παιδί αντιλαμβάνεται όλη αυτή την πίεση και προσπαθεί διαρκώς να ανταπεξέλθει στα υψηλά στάνταρτς που του έχουν τεθεί. Κατακλύζεται έτσι από ένα μόνιμο άγχος, δεν απολαμβάνει τις ώρες που περνά στο νηπιαγωγείο και μοιάζει να είναι σε μια διαρκή κίνηση μην τυχόν του ξεφύγει κάτι, μην τυχόν και κάνει κάποιο λάθος.
Από την άλλη πλευρά ένα τέτοιο περιβάλλον μπορεί να οδηγήσει το παιδί σε μια τελείως αντίθετη συμπεριφορά από αυτήν που αναμένουν οι γονείς. Εφόσον καταπιέζεται από το οικογενειακό του περιβάλλον, το νηπιαγωγείο είναι η διέξοδος που το ελευθερώνει από την όποια καταπίεση. Βγάζει λοιπόν όλη του την ενεργητικότητα προσπαθώντας να εξισορροπήσει τα «πρέπει» που του θέτουν από το σπίτι με τα «θέλω» του.
Εκτός όμως από αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν κι άλλες πιθανές αιτίες που το οικογενειακό περιβάλλον μπορεί να αποτελεί την αιτία ενός «υπερκινητικού» παιδιού.
Ένα πρόσφατο διαζύγιο των γονιών ή ακόμη και οι συχνοί καβγάδες μέσα στο σπίτι μπορεί να αποτελέσουν τις αιτίες που το παιδί εμφανίζει αυτήν την συμπεριφορά. Φοβίες, άγχη και αγωνίες που τα παιδιά αυτής της ηλικίας όχι μόνο δεν μπορούν να εκφράσουν αλλά είναι δύσκολο ακόμα και για τα ίδια να τις κατανοήσουν, οδηγούν σε νευρική και ατίθαση συμπεριφορά που εύκολα θα περιγράφαμε ως χαρακτηριστική των υπερκινητικών παιδιών. Τα παιδιά αυτά επίσης παρουσιάζουν και αδυναμία συγκέντρωσης τις περισσότερες φορές, γεγονός που οδηγεί τους νηπιαγωγούς πολλές φορές σε λανθασμένα συμπεράσματα.
Τέλος, ένα περιβάλλον που δεν προσφέρει συναισθηματική ασφάλεια στο παιδί (πχ όταν ό ένας ή και οι δυο γονείς παρουσιάζουν ασταθή ή και βίαιη συμπεριφορά) έχει ως αποτέλεσμα ένα νευρικό και ευερέθιστο παιδί που κατέχεται συχνά από ανησυχία και δεν ξέρει πώς να φερθεί.
Στις παραπάνω περιπτώσεις χρειάζεται η συνεργασία της νηπιαγωγού με τους γονείς. Αυτό βέβαια δεν είναι πάντα εύκολο. Η συχνή όμως, επαφή με τους γονείς, η συζήτηση και η όσο δυνατόν καλύτερη πληροφόρηση από την πλευρά των γονιών βοηθά πολύ την κατάσταση. Πολύ σημαντικό βέβαια σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι οι γονείς να πουν την αλήθεια στη νηπιαγωγό και να συνεργαστούν και οι δυο πλευρές προς όφελος του παιδιού. Η αρνητική, ή ακόμα και επιθετική συμπεριφορά των γονιών απέναντι στο σχολικό περιβάλλον και τη νηπιαγωγό είναι ανασταλτικοί παράγοντες που δε βοηθούν ούτε επιλύουν το όποιο πρόβλημα, μικρό ή μέγάλο.
Τα παιδιά που εμφανίζουν Σύνδρομο υπερκινητικότητας από την άλλη είναι παιδιά που χωρίς εμφανείς αιτίες και εξωγενείς παράγοντες είναι σε συνεχή κίνηση. Τρέχουν, χοροπηδάνε διαρκώς , δεν μπορούν να καθίσουν σε ένα μέρος χωρίς να κινούνται ή χωρίς να σηκωθούν και το πιο βασικό δεν έχουν την αίσθηση του κινδύνου. Μοιάζουν σαν να «ορμάνε» σε κάθε τι χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς να αντιλαμβάνονται τους κινδύνους. Τα παιδιά αυτά δυσκολεύονται πολύ να ακολουθήσουν κανόνες ή να ακολουθήσουν το ημερήσιο πρόγραμμα χωρίς να προκαλέσουν αναστάτωση με τη συμπεριφορά τους. Θυμώνουν εύκολα, πεισμώνουν συχνά και η διάθεσή τους εμφανίζει πολλές μεταπτώσεις. Για τα παιδιά αυτά είναι πολύ απλό να φέρουν στα όριά τους όσους τα περιστοιχίζουν καθώς δεν μπορούν να τους επιβληθούν.
Τα παιδιά που ανήκουν στην Τρίτη ομάδα, τα παιδιά δηλαδή που εμφανίζουν αυτήν τη συμπεριφορά ως μέρος ενός βαθύτερου προβλήματος, εκεί χρειάζεται σίγουρα διάγνωση και η βοήθεια από έναν ειδικό. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να υπάρχει δυσλεξία (κάτι που όμως δεν είναι εύκολο να διαγνωστεί στην ηλικία των 5 ετών) ή ακόμα και πιο σοβαρά προβλήματα όπως αυτισμός ή άλλου είδους ψυχικές διαταραχές, αν και σε αυτές τις περιπτώσεις τα συμπτώματα ξεκινούν συνήθων από μικρότερες ηλικίες.